- παλαμοσχιδής
- -έςβοτ. (για φύλλα) αυτός που έχει σχήμα ανοιχτής παλάμης και τού οποίου οι διαιρέσεις φτάνουν ώς το μέσο περίπου τού ελάσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφένδαμνος — (acer). Γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των Aκεριδών, της τάξης των τερεβινθωδών. Λέγεται και άκερ και σφεντάμι. Περιλαμβάνει γύρω στα 200 είδη του βόρειου ημισφαίριου, από τα οποία ορισμένα απαντούν και στην Ελλάδα. Άλλα… … Dictionary of Greek